λαμπιόνι — το μικρός λαμπτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lampione] … Dictionary of Greek
λαμπιόνι — το ιού (λ. ιταλ.), μικρή ηλεκτρική λυχνία, ηλεκτρική λάμπα: Οι δρόμοι της πόλης είναι γεμάτοι λαμπιόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)